- χωνευτήρ
- χων-ευτήρ, ῆρος, ὁ,A = χόανον, Sch.Hes. Th.863.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωνευτῆρα — χωνευτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνευτῆρος — χωνευτήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνευτήρας — ο / χωνευτήρ, ῆρος, ΝΜΑ χωνευτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωνεύω + επίθημα τήρ (πρβλ. τοξευ τήρ)] … Dictionary of Greek